κορδέλιασμα

κορδέλιασμα
το, -ατος
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κορδελιάζω, γάζωμα με τη μηχανή των δερμάτινων τεμαχίων του υποδήματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κορδέλιασμα — το [κορδελιάζω] 1. ράψιμο κορδέλας, ρελιού στην άκρη υφάσματος ή δέρματος 2. γάζωμα με τη μηχανή τών δερμάτινων τεμαχίων τού υποδήματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”